- αγήραντος
- ἀγήραντος, -ον (Α)ο ἀγήρατος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγήραντος — masc/fem nom sg ἀγήραος ageless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγήραντον — ἀγήραντος masc/fem acc sg ἀγήραντος neut nom/voc/acc sg ἀγήραος ageless masc/fem acc sg ἀγήραος ageless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγηράντου — ἀγήραντος masc/fem/neut gen sg ἀγήραος ageless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγηράντους — ἀγήραντος masc/fem acc pl ἀγήραος ageless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek